αἰεί

αἰεί
αἰεί, αἰέν, ᾰεί (ἀέ coni. Hermann, P. 9.88)
1 always, ever
a

αἰεὶ μενοινῶν O. 1.58

φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς αἰεί O. 2.27

ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.61

αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15

μέγα τοι κλέος αἰεί O. 8.10

ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί O. 9.56

θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοιαἰεὶ μένεινΔωριεῖς P. 1.64

Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67

εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90

χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός P. 2.72

τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.256

ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76

Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται (coni. Hermann: αἰεὶ, ἀεὶ codd.; ἅμα Bergk.) P. 9.88 ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (Hermann: αἰεὶ codd.) N. 6.3

ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.39

παιδῶν δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100

ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί (Tricl.: αἰεὶ codd.) N. 8.22

θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4

διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42

τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.13

ἀεὶ θάλλει Pae. 2.52

b at any time τὸ δ' αἰεὶ παρά-

μερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99

οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ P. 2.75

τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.108

τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων (Byz.: ἀεὶ codd.) N. 6.55
c frag. ]τιν ἀεὶ πρ[ Πα. 13a. 19. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται αἰεὶ<—>† (locum cruce notavit Snell.) Θρ. 7. 9.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀίει — ἀΐει , ἀίω 1 perceive pres ind mp 2nd sg ἀΐει , ἀίω 1 perceive pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιεί — αἰεὶ επίρρ. (Α) ιωνικός και ποιητικός τύπος τού ἀεί* …   Dictionary of Greek

  • αἰεί — ἀεί ever epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γηράσκω δ’αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος. — γηράσκω δ’αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος. См. Век живи, век учись …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. — δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. См. Беда одна не приходит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ αἰεί πελάζει. — ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ αἰεί πελάζει. См. Подобный подобного любит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σοὶ δ’αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο. — См. Каменное сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( …   Deutsch Wikipedia

  • AUREI et AUREOLI Homnies — AUREI, et AUREOLI Homnies pro praestantibus et auro contra aestimandis. Unde bonis propugnatoribus hoc saepius nomen appositum, tradit Trebellius in ludo gladiatorio. Sic Graecis χρύσεοι ἄνδρες: et exstat Graecum Epigramma Calliae, in quendam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπολείβω — ΜΑ μέσ. ὑπολείβομαι στάζω αποκάτω λίγο λίγο (α. «αἰει δ ἐκ φαέων νοτέων ὑπολείβεται ἱδρώς», Νικ. Αλεξ. β. «τοῡ αἵματος αἰει τὸ ἀκρεφνὲς καθ ἡμέρην ὑπολείβεται ἐκ τοῡ σώματος», Ιπποκρ.) αρχ. κάνω σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λείβω «χύνω, κάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”